τρισαύγουστος

τρισαύγουστος
ὁ, Μ
τρισέβαστος, πολυσέβαστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τρισ-/τρι-* + Αὔγουστος «τίτλος τών Ρωμαίων και Βυζαντινών αυτοκρατόρων»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”